- ἀναστρέφοντας
- ἀναστρέφωturn upside downpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακλαστήρας — Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια. Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών… … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
πεντέλιθα — και πεντάλιθα, τὰ, ή πεντέλιθοι, οἱ, Α 1. είδος παιδιάς που παιζότρν με πέντε λίθους, τα πεντόβολα 2. (με ειδική σημ.) είδος γυναικείου παιχνιδιού, τα οποία έριχναν προς τα πάνω πέντε λιθίδια, ψήφους ή αστραγάλους τους οποίους έπιαναν πάλι… … Dictionary of Greek